Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαγείρευμα
μαγειρεύω
μαγειρικός
μάγειρος
μαγειρώδης
μαγέτας
μάγευμα
μαγεύς
μαγευτικός
μαγεύω
Μαγιαδδώ
μαγιανός
μαγικός
μαγίς
μαγκίππιον
μάγλα
μάγμα
μαγμός
Μάγνης
Μαγνησία
Μαγνητικός
View word page
Μαγιαδδώ
Megiddo

ShortDef

Megiddo

Debugging

Headword:
Μαγιαδδώ
Headword (normalized):
μαγιαδδώ
Headword (normalized/stripped):
μαγιαδδω
IDX:
54181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54182
Key:

Data

{'content': 'Megiddo'}