Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαγεία
μαγειρεῖον
μαγείρευμα
μαγειρεύω
μαγειρικός
μάγειρος
μαγειρώδης
μαγέτας
μάγευμα
μαγεύς
μαγευτικός
μαγεύω
Μαγιαδδώ
μαγιανός
μαγικός
μαγίς
μαγκίππιον
μάγλα
μάγμα
μαγμός
Μάγνης
View word page
μαγευτικός
magical

ShortDef

magical

Debugging

Headword:
μαγευτικός
Headword (normalized):
μαγευτικός
Headword (normalized/stripped):
μαγευτικος
IDX:
54179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54180
Key:

Data

{'content': 'magical'}