Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαγδωλοφύλαξ
μαγεία
μαγειρεῖον
μαγείρευμα
μαγειρεύω
μαγειρικός
μάγειρος
μαγειρώδης
μαγέτας
μάγευμα
μαγεύς
μαγευτικός
μαγεύω
Μαγιαδδώ
μαγιανός
μαγικός
μαγίς
μαγκίππιον
μάγλα
μάγμα
μαγμός
View word page
μαγεύς
one who wipes
ShortDef
one who wipes
Debugging
Headword:
μαγεύς
Headword (normalized):
μαγεύς
Headword (normalized/stripped):
μαγευς
IDX:
54178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54179
Key:
Data
{'content': 'one who wipes'}