Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μάγδωλος
μαγδωλοφυλακία
μαγδωλοφύλαξ
μαγεία
μαγειρεῖον
μαγείρευμα
μαγειρεύω
μαγειρικός
μάγειρος
μαγειρώδης
μαγέτας
μάγευμα
μαγεύς
μαγευτικός
μαγεύω
Μαγιαδδώ
μαγιανός
μαγικός
μαγίς
μαγκίππιον
μάγλα
View word page
μαγέτας
bewitching

ShortDef

bewitching

Debugging

Headword:
μαγέτας
Headword (normalized):
μαγέτας
Headword (normalized/stripped):
μαγετας
IDX:
54176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54177
Key:

Data

{'content': 'bewitching'}