Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μάγγανον
μάγδωλος
μαγδωλοφυλακία
μαγδωλοφύλαξ
μαγεία
μαγειρεῖον
μαγείρευμα
μαγειρεύω
μαγειρικός
μάγειρος
μαγειρώδης
μαγέτας
μάγευμα
μαγεύς
μαγευτικός
μαγεύω
Μαγιαδδώ
μαγιανός
μαγικός
μαγίς
μαγκίππιον
View word page
μαγειρώδης
butcherly

ShortDef

butcherly

Debugging

Headword:
μαγειρώδης
Headword (normalized):
μαγειρώδης
Headword (normalized/stripped):
μαγειρωδης
IDX:
54175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54176
Key:

Data

{'content': 'butcherly'}