Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαγγανευτής
μαγγανευτικός
μαγγανεύω
μάγγανον
μάγδωλος
μαγδωλοφυλακία
μαγδωλοφύλαξ
μαγεία
μαγειρεῖον
μαγείρευμα
μαγειρεύω
μαγειρικός
μάγειρος
μαγειρώδης
μαγέτας
μάγευμα
μαγεύς
μαγευτικός
μαγεύω
Μαγιαδδώ
μαγιανός
View word page
μαγειρεύω
to be a cook, to cook meat
ShortDef
to be a cook, to cook meat
Debugging
Headword:
μαγειρεύω
Headword (normalized):
μαγειρεύω
Headword (normalized/stripped):
μαγειρευω
IDX:
54172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54173
Key:
Data
{'content': 'to be a cook, to cook meat'}