Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαγαδίζω
μάγαδις
μαγάς
μαγγάνα
μαγγανάριος
μαγγανεία
μαγγάνευμα
μαγγανευτήριον
μαγγανευτής
μαγγανευτικός
μαγγανεύω
μάγγανον
μάγδωλος
μαγδωλοφυλακία
μαγδωλοφύλαξ
μαγεία
μαγειρεῖον
μαγείρευμα
μαγειρεύω
μαγειρικός
μάγειρος
View word page
μαγγανεύω
to use charms
ShortDef
to use charms
Debugging
Headword:
μαγγανεύω
Headword (normalized):
μαγγανεύω
Headword (normalized/stripped):
μαγγανευω
IDX:
54164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54165
Key:
Data
{'content': 'to use charms'}