Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μά
μᾶ
μαγαδίζω
μάγαδις
μαγάς
μαγγάνα
μαγγανάριος
μαγγανεία
μαγγάνευμα
μαγγανευτήριον
μαγγανευτής
μαγγανευτικός
μαγγανεύω
μάγγανον
μάγδωλος
μαγδωλοφυλακία
μαγδωλοφύλαξ
μαγεία
μαγειρεῖον
μαγείρευμα
μαγειρεύω
View word page
μαγγανευτής
impostor, quack

ShortDef

impostor, quack

Debugging

Headword:
μαγγανευτής
Headword (normalized):
μαγγανευτής
Headword (normalized/stripped):
μαγγανευτης
IDX:
54162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54163
Key:

Data

{'content': 'impostor, quack'}