Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λώφημα
λώφησις
μʹ
μά
μᾶ
μαγαδίζω
μάγαδις
μαγάς
μαγγάνα
μαγγανάριος
μαγγανεία
μαγγάνευμα
μαγγανευτήριον
μαγγανευτής
μαγγανευτικός
μαγγανεύω
μάγγανον
μάγδωλος
μαγδωλοφυλακία
μαγδωλοφύλαξ
μαγεία
View word page
μαγγανεία
trickery

ShortDef

trickery

Debugging

Headword:
μαγγανεία
Headword (normalized):
μαγγανεία
Headword (normalized/stripped):
μαγγανεια
IDX:
54159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54160
Key:

Data

{'content': 'trickery'}