Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λωτοῦντα
Λωτοφάγοι
λωτοφόρος
λωφάω
λωφήϊος
λώφημα
λώφησις
μʹ
μά
μᾶ
μαγαδίζω
μάγαδις
μαγάς
μαγγάνα
μαγγανάριος
μαγγανεία
μαγγάνευμα
μαγγανευτήριον
μαγγανευτής
μαγγανευτικός
μαγγανεύω
View word page
μαγαδίζω
play the μάγαδις
ShortDef
play the μάγαδις
Debugging
Headword:
μαγαδίζω
Headword (normalized):
μαγαδίζω
Headword (normalized/stripped):
μαγαδιζω
IDX:
54154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54155
Key:
Data
{'content': 'play the μάγαδις'}