Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λωτοτρόφος
λωτοῦντα
Λωτοφάγοι
λωτοφόρος
λωφάω
λωφήϊος
λώφημα
λώφησις
μʹ
μά
μᾶ
μαγαδίζω
μάγαδις
μαγάς
μαγγάνα
μαγγανάριος
μαγγανεία
μαγγάνευμα
μαγγανευτήριον
μαγγανευτής
μαγγανευτικός
View word page
μᾶ
mother

ShortDef

mother

Debugging

Headword:
μᾶ
Headword (normalized):
μᾶ
Headword (normalized/stripped):
μα
IDX:
54153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54154
Key:

Data

{'content': 'mother'}