Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λωτός
λωτοτρόφος
λωτοῦντα
Λωτοφάγοι
λωτοφόρος
λωφάω
λωφήϊος
λώφημα
λώφησις
μʹ
μά
μᾶ
μαγαδίζω
μάγαδις
μαγάς
μαγγάνα
μαγγανάριος
μαγγανεία
μαγγάνευμα
μαγγανευτήριον
μαγγανευτής
View word page
μά
(no,) by ..

ShortDef

(no,) by ..

Debugging

Headword:
μά
Headword (normalized):
μά
Headword (normalized/stripped):
μα
IDX:
54152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54153
Key:

Data

{'content': '(no,) by ..'}