Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λωτομήτρα
Λῶτος
λωτός
λωτοτρόφος
λωτοῦντα
Λωτοφάγοι
λωτοφόρος
λωφάω
λωφήϊος
λώφημα
λώφησις
μʹ
μά
μᾶ
μαγαδίζω
μάγαδις
μαγάς
μαγγάνα
μαγγανάριος
μαγγανεία
μαγγάνευμα
View word page
λώφησις
abatement, cessation

ShortDef

abatement, cessation

Debugging

Headword:
λώφησις
Headword (normalized):
λώφησις
Headword (normalized/stripped):
λωφησις
IDX:
54150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54151
Key:

Data

{'content': 'abatement, cessation'}