Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λωτόεις
λωτομήτρα
Λῶτος
λωτός
λωτοτρόφος
λωτοῦντα
Λωτοφάγοι
λωτοφόρος
λωφάω
λωφήϊος
λώφημα
λώφησις
μʹ
μά
μᾶ
μαγαδίζω
μάγαδις
μαγάς
μαγγάνα
μαγγανάριος
μαγγανεία
View word page
λώφημα
relief
ShortDef
relief
Debugging
Headword:
λώφημα
Headword (normalized):
λώφημα
Headword (normalized/stripped):
λωφημα
IDX:
54149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54150
Key:
Data
{'content': 'relief'}