Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναβαθμίς
ἀναβαθμός
ἀναβάθρα
ἀνάβαθρον
ἀναβαίνω
ἀναβακχεύω
ἀναβάλλω
ἀναβαπτίζω
ἀναβάπτω
ἀνάβασις
ἀναβασμός
ἀναβαστάζω
ἀναβατέον
ἀναβατήριον
ἀναβάτης
ἀναβατικός
ἀναβατός
ἀναβέβρυχα
Ἀναβησίνεως
ἀναβήσσω
ἀναβιβάζω
View word page
ἀναβασμός
progress
ShortDef
progress
Debugging
Headword:
ἀναβασμός
Headword (normalized):
ἀναβασμός
Headword (normalized/stripped):
αναβασμος
IDX:
5414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5415
Key:
Data
{'content': 'progress'}