Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λώτισμα
λωτοβοσκός
λωτοειδής
λωτόεις
λωτομήτρα
Λῶτος
λωτός
λωτοτρόφος
λωτοῦντα
Λωτοφάγοι
λωτοφόρος
λωφάω
λωφήϊος
λώφημα
λώφησις
μʹ
μά
μᾶ
μαγαδίζω
μάγαδις
μαγάς
View word page
λωτοφόρος
lotus-bearing

ShortDef

lotus-bearing

Debugging

Headword:
λωτοφόρος
Headword (normalized):
λωτοφόρος
Headword (normalized/stripped):
λωτοφορος
IDX:
54146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54147
Key:

Data

{'content': 'lotus-bearing'}