Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λωτίζομαι
λώτινος
λώτισμα
λωτοβοσκός
λωτοειδής
λωτόεις
λωτομήτρα
Λῶτος
λωτός
λωτοτρόφος
λωτοῦντα
Λωτοφάγοι
λωτοφόρος
λωφάω
λωφήϊος
λώφημα
λώφησις
μʹ
μά
μᾶ
μαγαδίζω
View word page
λωτοῦντα
full of lotus

ShortDef

full of lotus

Debugging

Headword:
λωτοῦντα
Headword (normalized):
λωτοῦντα
Headword (normalized/stripped):
λωτουντα
IDX:
54144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54145
Key:

Data

{'content': 'full of lotus'}