Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λώρυμα
λωτάριον
λωτέω
λωτίζομαι
λώτινος
λώτισμα
λωτοβοσκός
λωτοειδής
λωτόεις
λωτομήτρα
Λῶτος
λωτός
λωτοτρόφος
λωτοῦντα
Λωτοφάγοι
λωτοφόρος
λωφάω
λωφήϊος
λώφημα
λώφησις
μʹ
View word page
Λῶτος
Lot
ShortDef
Lot
Debugging
Headword:
Λῶτος
Headword (normalized):
λῶτος
Headword (normalized/stripped):
λωτος
IDX:
54141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54142
Key:
Data
{'content': 'Lot'}