Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λωροτόμος
Λώρυμα
λωτάριον
λωτέω
λωτίζομαι
λώτινος
λώτισμα
λωτοβοσκός
λωτοειδής
λωτόεις
λωτομήτρα
Λῶτος
λωτός
λωτοτρόφος
λωτοῦντα
Λωτοφάγοι
λωτοφόρος
λωφάω
λωφήϊος
λώφημα
λώφησις
View word page
λωτομήτρα
fruit-pulp
ShortDef
fruit-pulp
Debugging
Headword:
λωτομήτρα
Headword (normalized):
λωτομήτρα
Headword (normalized/stripped):
λωτομητρα
IDX:
54140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54141
Key:
Data
{'content': 'fruit-pulp'}