Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λωροτομέω
λωροτόμος
Λώρυμα
λωτάριον
λωτέω
λωτίζομαι
λώτινος
λώτισμα
λωτοβοσκός
λωτοειδής
λωτόεις
λωτομήτρα
Λῶτος
λωτός
λωτοτρόφος
λωτοῦντα
Λωτοφάγοι
λωτοφόρος
λωφάω
λωφήϊος
λώφημα
View word page
λωτόεις
overgrown with lotus

ShortDef

overgrown with lotus

Debugging

Headword:
λωτόεις
Headword (normalized):
λωτόεις
Headword (normalized/stripped):
λωτοεις
IDX:
54139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54140
Key:

Data

{'content': 'overgrown with lotus'}