Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λωρόν
λῶρος
λωροτομέω
λωροτόμος
Λώρυμα
λωτάριον
λωτέω
λωτίζομαι
λώτινος
λώτισμα
λωτοβοσκός
λωτοειδής
λωτόεις
λωτομήτρα
Λῶτος
λωτός
λωτοτρόφος
λωτοῦντα
Λωτοφάγοι
λωτοφόρος
λωφάω
View word page
λωτοβοσκός
lotus-eating

ShortDef

lotus-eating

Debugging

Headword:
λωτοβοσκός
Headword (normalized):
λωτοβοσκός
Headword (normalized/stripped):
λωτοβοσκος
IDX:
54137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54138
Key:

Data

{'content': 'lotus-eating'}