Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λωπίζω
λωπιστός
λωποδυσία
λωποδυτέω
λωποδύτης
λωρίκιον
λωροκάπιστρον
λωρόν
λῶρος
λωροτομέω
λωροτόμος
Λώρυμα
λωτάριον
λωτέω
λωτίζομαι
λώτινος
λώτισμα
λωτοβοσκός
λωτοειδής
λωτόεις
λωτομήτρα
View word page
λωροτόμος
cutting thongs
ShortDef
cutting thongs
Debugging
Headword:
λωροτόμος
Headword (normalized):
λωροτόμος
Headword (normalized/stripped):
λωροτομος
IDX:
54130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54131
Key:
Data
{'content': 'cutting thongs'}