Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λώπη
λωπίζω
λωπιστός
λωποδυσία
λωποδυτέω
λωποδύτης
λωρίκιον
λωροκάπιστρον
λωρόν
λῶρος
λωροτομέω
λωροτόμος
Λώρυμα
λωτάριον
λωτέω
λωτίζομαι
λώτινος
λώτισμα
λωτοβοσκός
λωτοειδής
λωτόεις
View word page
λωροτομέω
cut into thongs

ShortDef

cut into thongs

Debugging

Headword:
λωροτομέω
Headword (normalized):
λωροτομέω
Headword (normalized/stripped):
λωροτομεω
IDX:
54129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54130
Key:

Data

{'content': 'cut into thongs'}