Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λῶμα
λώπη
λωπίζω
λωπιστός
λωποδυσία
λωποδυτέω
λωποδύτης
λωρίκιον
λωροκάπιστρον
λωρόν
λῶρος
λωροτομέω
λωροτόμος
Λώρυμα
λωτάριον
λωτέω
λωτίζομαι
λώτινος
λώτισμα
λωτοβοσκός
λωτοειδής
View word page
λῶρος
lorum, thong

ShortDef

lorum, thong

Debugging

Headword:
λῶρος
Headword (normalized):
λῶρος
Headword (normalized/stripped):
λωρος
IDX:
54128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54129
Key:

Data

{'content': 'lorum, thong'}