Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λωΐων
λῶμα
λώπη
λωπίζω
λωπιστός
λωποδυσία
λωποδυτέω
λωποδύτης
λωρίκιον
λωροκάπιστρον
λωρόν
λῶρος
λωροτομέω
λωροτόμος
Λώρυμα
λωτάριον
λωτέω
λωτίζομαι
λώτινος
λώτισμα
λωτοβοσκός
View word page
λωρόν
lorum

ShortDef

lorum

Debugging

Headword:
λωρόν
Headword (normalized):
λωρόν
Headword (normalized/stripped):
λωρον
IDX:
54127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54128
Key:

Data

{'content': 'lorum'}