Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λώϊον
λωΐων
λῶμα
λώπη
λωπίζω
λωπιστός
λωποδυσία
λωποδυτέω
λωποδύτης
λωρίκιον
λωροκάπιστρον
λωρόν
λῶρος
λωροτομέω
λωροτόμος
Λώρυμα
λωτάριον
λωτέω
λωτίζομαι
λώτινος
λώτισμα
View word page
λωροκάπιστρον
halter
ShortDef
halter
Debugging
Headword:
λωροκάπιστρον
Headword (normalized):
λωροκάπιστρον
Headword (normalized/stripped):
λωροκαπιστρον
IDX:
54126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54127
Key:
Data
{'content': 'halter'}