Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λῶδιξ
λώϊον
λωΐων
λῶμα
λώπη
λωπίζω
λωπιστός
λωποδυσία
λωποδυτέω
λωποδύτης
λωρίκιον
λωροκάπιστρον
λωρόν
λῶρος
λωροτομέω
λωροτόμος
Λώρυμα
λωτάριον
λωτέω
λωτίζομαι
λώτινος
View word page
λωρίκιον
lorica, corslet

ShortDef

lorica, corslet

Debugging

Headword:
λωρίκιον
Headword (normalized):
λωρίκιον
Headword (normalized/stripped):
λωρικιον
IDX:
54125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54126
Key:

Data

{'content': 'lorica, corslet'}