Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λωβητός
λωγάλιοι
λῶδιξ
λώϊον
λωΐων
λῶμα
λώπη
λωπίζω
λωπιστός
λωποδυσία
λωποδυτέω
λωποδύτης
λωρίκιον
λωροκάπιστρον
λωρόν
λῶρος
λωροτομέω
λωροτόμος
Λώρυμα
λωτάριον
λωτέω
View word page
λωποδυτέω
to steal clothes

ShortDef

to steal clothes

Debugging

Headword:
λωποδυτέω
Headword (normalized):
λωποδυτέω
Headword (normalized/stripped):
λωποδυτεω
IDX:
54123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54124
Key:

Data

{'content': 'to steal clothes'}