Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λωβήεις
λωβητήρ
λωβητής
λωβητός
λωγάλιοι
λῶδιξ
λώϊον
λωΐων
λῶμα
λώπη
λωπίζω
λωπιστός
λωποδυσία
λωποδυτέω
λωποδύτης
λωρίκιον
λωροκάπιστρον
λωρόν
λῶρος
λωροτομέω
λωροτόμος
View word page
λωπίζω
to cover, cloak
ShortDef
to cover, cloak
Debugging
Headword:
λωπίζω
Headword (normalized):
λωπίζω
Headword (normalized/stripped):
λωπιζω
IDX:
54120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54121
Key:
Data
{'content': 'to cover, cloak'}