Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λώβη
λωβήεις
λωβητήρ
λωβητής
λωβητός
λωγάλιοι
λῶδιξ
λώϊον
λωΐων
λῶμα
λώπη
λωπίζω
λωπιστός
λωποδυσία
λωποδυτέω
λωποδύτης
λωρίκιον
λωροκάπιστρον
λωρόν
λῶρος
λωροτομέω
View word page
λώπη
a covering, robe, mantle

ShortDef

a covering, robe, mantle

Debugging

Headword:
λώπη
Headword (normalized):
λώπη
Headword (normalized/stripped):
λωπη
IDX:
54119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54120
Key:

Data

{'content': 'a covering, robe, mantle'}