Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λωβεύω
λώβη
λωβήεις
λωβητήρ
λωβητής
λωβητός
λωγάλιοι
λῶδιξ
λώϊον
λωΐων
λῶμα
λώπη
λωπίζω
λωπιστός
λωποδυσία
λωποδυτέω
λωποδύτης
λωρίκιον
λωροκάπιστρον
λωρόν
λῶρος
View word page
λῶμα
the border of a robe
ShortDef
the border of a robe
Debugging
Headword:
λῶμα
Headword (normalized):
λῶμα
Headword (normalized/stripped):
λωμα
IDX:
54118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54119
Key:
Data
{'content': 'the border of a robe'}