Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λῶ
λωβάομαι
λωβεία
λωβεύω
λώβη
λωβήεις
λωβητήρ
λωβητής
λωβητός
λωγάλιοι
λῶδιξ
λώϊον
λωΐων
λῶμα
λώπη
λωπίζω
λωπιστός
λωποδυσία
λωποδυτέω
λωποδύτης
λωρίκιον
View word page
λῶδιξ
blanket
ShortDef
blanket
Debugging
Headword:
λῶδιξ
Headword (normalized):
λῶδιξ
Headword (normalized/stripped):
λωδιξ
IDX:
54115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54116
Key:
Data
{'content': 'blanket'}