Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λυχνώδης
λύω
λῶ
λωβάομαι
λωβεία
λωβεύω
λώβη
λωβήεις
λωβητήρ
λωβητής
λωβητός
λωγάλιοι
λῶδιξ
λώϊον
λωΐων
λῶμα
λώπη
λωπίζω
λωπιστός
λωποδυσία
λωποδυτέω
View word page
λωβητός
despitefully treated, outraged
ShortDef
despitefully treated, outraged
Debugging
Headword:
λωβητός
Headword (normalized):
λωβητός
Headword (normalized/stripped):
λωβητος
IDX:
54113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54114
Key:
Data
{'content': 'despitefully treated, outraged'}