Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λυχνοφόρος
λυχνώδης
λύω
λῶ
λωβάομαι
λωβεία
λωβεύω
λώβη
λωβήεις
λωβητήρ
λωβητής
λωβητός
λωγάλιοι
λῶδιξ
λώϊον
λωΐων
λῶμα
λώπη
λωπίζω
λωπιστός
λωποδυσία
View word page
λωβητής
one who disgraces

ShortDef

one who disgraces

Debugging

Headword:
λωβητής
Headword (normalized):
λωβητής
Headword (normalized/stripped):
λωβητης
IDX:
54112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54113
Key:

Data

{'content': 'one who disgraces'}