Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λυχνοῦχος
λυχνοφορέω
λυχνοφόρος
λυχνώδης
λύω
λῶ
λωβάομαι
λωβεία
λωβεύω
λώβη
λωβήεις
λωβητήρ
λωβητής
λωβητός
λωγάλιοι
λῶδιξ
λώϊον
λωΐων
λῶμα
λώπη
λωπίζω
View word page
λωβήεις
outrageous
ShortDef
outrageous
Debugging
Headword:
λωβήεις
Headword (normalized):
λωβήεις
Headword (normalized/stripped):
λωβηεις
IDX:
54110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54111
Key:
Data
{'content': 'outrageous'}