Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λυχνοπώλης
λύχνος
λυχνοῦχος
λυχνοφορέω
λυχνοφόρος
λυχνώδης
λύω
λῶ
λωβάομαι
λωβεία
λωβεύω
λώβη
λωβήεις
λωβητήρ
λωβητής
λωβητός
λωγάλιοι
λῶδιξ
λώϊον
λωΐων
λῶμα
View word page
λωβεύω
to mock, make a mock of

ShortDef

to mock, make a mock of

Debugging

Headword:
λωβεύω
Headword (normalized):
λωβεύω
Headword (normalized/stripped):
λωβευω
IDX:
54108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54109
Key:

Data

{'content': 'to mock, make a mock of'}