Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λυχνοπωλέω
λυχνοπώλης
λύχνος
λυχνοῦχος
λυχνοφορέω
λυχνοφόρος
λυχνώδης
λύω
λῶ
λωβάομαι
λωβεία
λωβεύω
λώβη
λωβήεις
λωβητήρ
λωβητής
λωβητός
λωγάλιοι
λῶδιξ
λώϊον
λωΐων
View word page
λωβεία
leprosy

ShortDef

leprosy

Debugging

Headword:
λωβεία
Headword (normalized):
λωβεία
Headword (normalized/stripped):
λωβεια
IDX:
54107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54108
Key:

Data

{'content': 'leprosy'}