Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λυχνόπολις
λυχνοπωλέω
λυχνοπώλης
λύχνος
λυχνοῦχος
λυχνοφορέω
λυχνοφόρος
λυχνώδης
λύω
λῶ
λωβάομαι
λωβεία
λωβεύω
λώβη
λωβήεις
λωβητήρ
λωβητής
λωβητός
λωγάλιοι
λῶδιξ
λώϊον
View word page
λωβάομαι
to treat despitefully, to outrage, maltreat
ShortDef
to treat despitefully, to outrage, maltreat
Debugging
Headword:
λωβάομαι
Headword (normalized):
λωβάομαι
Headword (normalized/stripped):
λωβαομαι
IDX:
54106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54107
Key:
Data
{'content': 'to treat despitefully, to outrage, maltreat'}