Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λυχνοκαυτέω
λυχνομαντεία
λυχνοποιέω
λυχνοποιός
λυχνόπολις
λυχνοπωλέω
λυχνοπώλης
λύχνος
λυχνοῦχος
λυχνοφορέω
λυχνοφόρος
λυχνώδης
λύω
λῶ
λωβάομαι
λωβεία
λωβεύω
λώβη
λωβήεις
λωβητήρ
λωβητής
View word page
λυχνοφόρος
carrying a lamp

ShortDef

carrying a lamp

Debugging

Headword:
λυχνοφόρος
Headword (normalized):
λυχνοφόρος
Headword (normalized/stripped):
λυχνοφορος
IDX:
54102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54103
Key:

Data

{'content': 'carrying a lamp'}