Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λυχνόβιος
λυχνοειδής
λυχνοκαΐα
λυχνοκαυτέω
λυχνομαντεία
λυχνοποιέω
λυχνοποιός
λυχνόπολις
λυχνοπωλέω
λυχνοπώλης
λύχνος
λυχνοῦχος
λυχνοφορέω
λυχνοφόρος
λυχνώδης
λύω
λῶ
λωβάομαι
λωβεία
λωβεύω
λώβη
View word page
λύχνος
a portable light, a lamp

ShortDef

a portable light, a lamp

Debugging

Headword:
λύχνος
Headword (normalized):
λύχνος
Headword (normalized/stripped):
λυχνος
IDX:
54099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54100
Key:

Data

{'content': 'a portable light, a lamp'}