Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄνα
ἀνά
ἀναβάδην
ἀναβάδισις
ἀναβαδόν
ἀναβαθμίς
ἀναβαθμός
ἀναβάθρα
ἀνάβαθρον
ἀναβαίνω
ἀναβακχεύω
ἀναβάλλω
ἀναβαπτίζω
ἀναβάπτω
ἀνάβασις
ἀναβασμός
ἀναβαστάζω
ἀναβατέον
ἀναβατήριον
ἀναβάτης
ἀναβατικός
View word page
ἀναβακχεύω
to rouse to Bacchic frenzy
ShortDef
to rouse to Bacchic frenzy
Debugging
Headword:
ἀναβακχεύω
Headword (normalized):
ἀναβακχεύω
Headword (normalized/stripped):
αναβακχευω
IDX:
5409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5410
Key:
Data
{'content': 'to rouse to Bacchic frenzy'}