Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λυχνίς
λυχνίσκος
λυχνίτης
λυχνῖτις
λυχνόβιος
λυχνοειδής
λυχνοκαΐα
λυχνοκαυτέω
λυχνομαντεία
λυχνοποιέω
λυχνοποιός
λυχνόπολις
λυχνοπωλέω
λυχνοπώλης
λύχνος
λυχνοῦχος
λυχνοφορέω
λυχνοφόρος
λυχνώδης
λύω
λῶ
View word page
λυχνοποιός
making lamps
ShortDef
making lamps
Debugging
Headword:
λυχνοποιός
Headword (normalized):
λυχνοποιός
Headword (normalized/stripped):
λυχνοποιος
IDX:
54095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54096
Key:
Data
{'content': 'making lamps'}