Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λυσσητήρ
λυσσητικός
λυσσόδηκτος
λυσσοδίωκτος
λυσσομανέω
λυσσομανής
λυσσομανία
λυσσόω
λυσσώδης
λυσσῶπις
Λύσων
λύται
λυτέον
λυτέος
λυτήρ
λυτήριος
λυτικός
λυτός
λύτρον
λυτρόω
λυτρώσιμος
View word page
Λύσων
Lyson
ShortDef
Lyson
Debugging
Headword:
Λύσων
Headword (normalized):
λύσων
Headword (normalized/stripped):
λυσων
IDX:
54058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54059
Key:
Data
{'content': 'Lyson'}