Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λύσσημα
λυσσητήρ
λυσσητικός
λυσσόδηκτος
λυσσοδίωκτος
λυσσομανέω
λυσσομανής
λυσσομανία
λυσσόω
λυσσώδης
λυσσῶπις
Λύσων
λύται
λυτέον
λυτέος
λυτήρ
λυτήριος
λυτικός
λυτός
λύτρον
λυτρόω
View word page
λυσσῶπις
with frantic glance

ShortDef

with frantic glance

Debugging

Headword:
λυσσῶπις
Headword (normalized):
λυσσῶπις
Headword (normalized/stripped):
λυσσωπις
IDX:
54057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54058
Key:

Data

{'content': 'with frantic glance'}