Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λυσσάω
λυσσηδόν
λύσσημα
λυσσητήρ
λυσσητικός
λυσσόδηκτος
λυσσοδίωκτος
λυσσομανέω
λυσσομανής
λυσσομανία
λυσσόω
λυσσώδης
λυσσῶπις
Λύσων
λύται
λυτέον
λυτέος
λυτήρ
λυτήριος
λυτικός
λυτός
View word page
λυσσόω
to enrage, madden

ShortDef

to enrage, madden

Debugging

Headword:
λυσσόω
Headword (normalized):
λυσσόω
Headword (normalized/stripped):
λυσσοω
IDX:
54055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54056
Key:

Data

{'content': 'to enrage, madden'}