Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λυσιχίτων
λυσιῳδός
λύσσα
λυσσαίνω
λυσσαλέος
λυσσάς
λυσσάω
λυσσηδόν
λύσσημα
λυσσητήρ
λυσσητικός
λυσσόδηκτος
λυσσοδίωκτος
λυσσομανέω
λυσσομανής
λυσσομανία
λυσσόω
λυσσώδης
λυσσῶπις
Λύσων
λύται
View word page
λυσσητικός
driving mad

ShortDef

driving mad

Debugging

Headword:
λυσσητικός
Headword (normalized):
λυσσητικός
Headword (normalized/stripped):
λυσσητικος
IDX:
54049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54050
Key:

Data

{'content': 'driving mad'}