Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λυσιτέλεια
λυσιτελέω
λυσιτελής
λυσιτελούντως
λυσιτόκος
λυσιφάρμακον
λυσιφλεβής
λυσίφρων
λυσιχίτων
λυσιῳδός
λύσσα
λυσσαίνω
λυσσαλέος
λυσσάς
λυσσάω
λυσσηδόν
λύσσημα
λυσσητήρ
λυσσητικός
λυσσόδηκτος
λυσσοδίωκτος
View word page
λύσσα
rage, fury
ShortDef
rage, fury
Debugging
Headword:
λύσσα
Headword (normalized):
λύσσα
Headword (normalized/stripped):
λυσσα
IDX:
54041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54042
Key:
Data
{'content': 'rage, fury'}