Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λύσιππος
Λυσίππου
λύσις
Λύσις
Λυσιστράτη
λυσισωματέω
λυσιτέλεια
λυσιτελέω
λυσιτελής
λυσιτελούντως
λυσιτόκος
λυσιφάρμακον
λυσιφλεβής
λυσίφρων
λυσιχίτων
λυσιῳδός
λύσσα
λυσσαίνω
λυσσαλέος
λυσσάς
λυσσάω
View word page
λυσιτόκος
loosing the pains of child-birth
ShortDef
loosing the pains of child-birth
Debugging
Headword:
λυσιτόκος
Headword (normalized):
λυσιτόκος
Headword (normalized/stripped):
λυσιτοκος
IDX:
54035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54036
Key:
Data
{'content': 'loosing the pains of child-birth'}