Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λυσίπονος
Λύσιππος
Λυσίππου
λύσις
Λύσις
Λυσιστράτη
λυσισωματέω
λυσιτέλεια
λυσιτελέω
λυσιτελής
λυσιτελούντως
λυσιτόκος
λυσιφάρμακον
λυσιφλεβής
λυσίφρων
λυσιχίτων
λυσιῳδός
λύσσα
λυσσαίνω
λυσσαλέος
λυσσάς
View word page
λυσιτελούντως
usefully, profitably

ShortDef

usefully, profitably

Debugging

Headword:
λυσιτελούντως
Headword (normalized):
λυσιτελούντως
Headword (normalized/stripped):
λυσιτελουντως
IDX:
54034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54035
Key:

Data

{'content': 'usefully, profitably'}