Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λυσιπόλεμος
λυσιπόνιον
λυσίπονος
Λύσιππος
Λυσίππου
λύσις
Λύσις
Λυσιστράτη
λυσισωματέω
λυσιτέλεια
λυσιτελέω
λυσιτελής
λυσιτελούντως
λυσιτόκος
λυσιφάρμακον
λυσιφλεβής
λυσίφρων
λυσιχίτων
λυσιῳδός
λύσσα
λυσσαίνω
View word page
λυσιτελέω
to bring profit, gain

ShortDef

to bring profit, gain

Debugging

Headword:
λυσιτελέω
Headword (normalized):
λυσιτελέω
Headword (normalized/stripped):
λυσιτελεω
IDX:
54032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54033
Key:

Data

{'content': 'to bring profit, gain'}